-
1 άμπωτη
ηEbbe f -
2 άμπωτη
la baixamar -
3 άμπωτη
ebbΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άμπωτη
-
4 cezir
άμπωτη -
5 gelgit
άμπωτη και πλημμυρίδα -
6 отлив
-
7 отлив
-а α.1. έκχυση• εκκένωση, άδειασμα.2. έκχυση με άντληση.3. (για νερά, κύματα κ.τ.τ.) κύλιση (γύρισμα) προς τα πίσω, επιστροφή.4. (γΐ-α μέταλλα) χύση, χύσιμο.5. η άμπωτη•отлив и гфилив άμπωτη και παλίρροια.
|| μτφ. μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || υποχώρηση•временный отлив революции προσωρινή υποχώρηση της επανάστασης.
6. απόχρωση•золотой отлив χρυσαφένια απόχρωση.
|| παλ. αναλαμπή, έκλαμψη φωτός• ανταύγεια, αντιλαμπή. -
8 отлив
1. (дополнительный цвет или оттенок) η απόχρωση 2. (выливание, отлива-ние) η εξαγωγή, η έκχυση, η κύλιση, το κύλημα, (металла) η χύση, το χύσιμο 3. (периодически повторяющееся понижение уровня моря) η άμπωτη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отлив
-
9 прилив
1. мор. η πλήμμη, η πλημμυρίδα 2.(утолщение на отлитой детали) η διόγκωση, η πλύμνη 3. (приток крови) η συμφόρηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прилив
-
10 ebb tide
(the ebbing tide: They sailed on the ebb tide.) άμπωτη -
11 low tide/water
(the time when the sea is lowest at a particular place during ebb-tide: There is three feet of water in the harbour, even at low water.) άμπωτη -
12 отлив
[ατλίβ] ονσ. α άμπωτη -
13 отлив
[ατλίβ] ουσ α άμπωτη -
14 отливный
επ.της άμπωτης•-ое течение η άμπωτη•
отливный час η ώρα της άμπωτης.
-
15 отток
-а α.1. αντιρροή, ροή προς τα πίσω άμπωτη.2. μέρος εκροής. -
16 прилив
-а α.1. παλίρροια πλημμυρίδα φουσκονεριά•прилив и отлив παλίρροια και άμπωτη.
2. εισροή• συρροή•прилив денег εισροή χρημάτων•
народу συρροή πλήθους (λαού)•
прилив крови συρροή αίματος (υπεραιμία).
3. μτφ. άνοδος, ανύψωση.4. (τεχ.) εξόγκωμα σε εξάρτημα (κατά το χύσιμο του μετάλλου). -
17 alçalma
χαμήλωμα, πτώση, ξεπεσμός, (gelgit) άμπωτη -
18 ebb
1) άμπωτη2) παύση3) υποχωρώ
См. также в других словарях:
άμπωτη — η η φυρονεριά: Η πλημμυρίδα και η άμπωτη μαζί αποτελούν το φαινόμενο της παλίρροιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άμπωτη — Η δεύτερη φάση της παλίρροιας … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
αμπωτίζω — ἀμπωτίζω (ΑΜ) [ἄμπωτις] (για τη θάλασσα) υποχωρώ, παρουσιάζω άμπωτη … Dictionary of Greek
ανάπωτις — ἀνάπωτις ( ιδος), η (Α) η άμπωτη* … Dictionary of Greek
ανάρροια — η (Α ἀνάρροια) [αναρρέω] κίνηση υγρού προς τα πίσω αρχ. 1. άμπωτη 2. ανάκλαση του φωτός … Dictionary of Greek
αναπωτικός — ἀναπωτικός, ή, όν (Μ) αυτός που αναφέρεται στην άμπωτη … Dictionary of Greek
μετάρροια — μετάρροια, ἡ (Α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταρρέω, η μεταβολή τής ροής προς άλλο μέρος, η μεταβολή τής κατεύθυνσης τής ροής προς τα πίσω, η άμπωτη («οἷον μεταρροίας εἴσω γινομένης τοῡ πνεύματος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταρρέω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
παραγχυσία — και ποιητ. τ. παραγχυσίη, ἡ, Α λάκκος όπου λιμνάζουν νερά μετά από άμπωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγχύω + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
υπεράνθρωπος — Άτομο που στέκει πάνω από την ανθρώπινη δύναμη. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό, το δυναμικό άτομο, το πολύ πέρα από τα συνηθισμένα ανθρώπινα μέτρα. Ο όρος έγινε γνωστός κυρίως από τη σχετική θεωρία του Φρ. Νίτσε, που ιδανικό του ήταν ο… … Dictionary of Greek